- μοναλκής
- μον-αλκής· ἐξέχουσα, ἀνδρωδεστάτη, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μοναλκής — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐξέχουσα, ἀνδρωδεστάτη». [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αλκής (< ἀλκή «δύναμη, δόξα»), πρβλ. αριστ αλκής] … Dictionary of Greek